- σεβασμιότατος
- σεβασμιότατος οпреосвященный – почтительное обращение к епископу или митрополиту в Элладской Церкви
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
σεβασμιότατος — ο / σεβασμιώτατος, ΝΜ [σεβάσμιος] (υπερθ. τού σεβάσμιος) προσφώνηση επισκόπου … Dictionary of Greek
πανίερος — η, ο / πανίερος, ον, ΝΜΑ πολύ ιερός, ιερότατος, αγιότατος || (νεοελλ. μσν.) (το αρσ. στον υπερθ. βαθμό) πανιερότατος και πανιερώτατος τιμητικός τίτλος που αποδίδεται κατά τις προσφωνήσεις σε μητροπολίτη ή επίσκοπο τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλ.… … Dictionary of Greek
Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Κέρκυρα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 180 ενοριακοί ναοί. Μητροπολίτης είναι από το 2002 ο σεβασμιότατος Γεράσιμος. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι αρχιερατικές επιτροπείες Πόλης και… … Dictionary of Greek
σεβάσμιος — α, ο 1. άξιος σεβασμού: Σεβάσμιος γέροντας. – Σεβάσμια μορφή. 2. υπερθ. Σεβασμιότατος προσφώνηση επισκόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)